- επωδός
- Ο όρος στην αρχαία χορική ποίηση σήμαινε την τελευταία περίοδο της τριάδας (στροφή, αντιστροφή, ε.), την οποία οι ηθοποιοί τραγουδούσαν όρθιοι. Στην κλασική μετρική, ε. ονομάστηκε ο δεύτερος και πιο σύντομος στίχος της δίστιχης στροφής και ύστερα η ίδια στροφή την οποία –στην πιο συνηθισμένη μορφή της– αποτελούσαν ένα ιαμβικό τρίμετρο και ένα ιαμβικό δίμετρο. Το ιαμβικό αυτό δίστιχο, το οποίο για πρώτη φορά χρησιμοποίησε ο Αρχίλοχος, εφαρμόστηκε αργότερα στη σάτιρα και έγινε περίφημο με τους Ιάμβους του Οράτιου, που ονομάστηκαν αργότερα Eπωδοί.
* * *η (AM ἐπῳδόςΑ και επίθ. ἐπῳδὸς, -όν)1. μετρικό και ρυθμιστικό σύστημα ποιητικής σύνθεσης το οποίο άδεται μετά τη στροφή και την αντιστροφή (π.χ. στους Επινίκους τού Πινδάρου και στα χορικά άσματα τών τραγωδιών)2. (στην ορολογία τής αρχαίας και ως αρσ.)ὁ ἐπῳδός, στίχος ή φράση που παρεμβάλλεται με συχνή περιοδικότητα σε ευρύτερη ποιητική σύνθεση3. λόγος, φράση που επαναλαμβάνεται συχνά ή στερεότυπα από κάποιον4. ο δεύτερος στίχος σε δίστιχομσν.- νεοελλ.σύντομη φράση η οποία κλείνει ρυθμικά συστήματα ποιητικών ή μουσικών συνθέσεωναρχ.ως επίθ.1. αυτός που χρησιμοποιεί ή περιέχει μαγικές φράσεις για θεραπεία ασθενειών, κυρίως τραυμάτων («ἐπῳδοὶ μῡθοι» — ξόρκια, θεραπευτικές ευχές, Πλάτ.)2. κατάλληλος να έχει συνοδεία μουσικών οργάνων («ἐπῳδοί φωναί», Πλούτ.)3. κατάλληλος να γίνει τραγούδι («ποιητικὴν ἐπῳδὸν παρέχειν», Σέξτ. Εμπ.)4. αυτός που λέγεται ή τραγουδιέται σύμφωνα με κάτι («μορφῆς ἐπῳδὸν ἢ τί;», Ευρ.)5. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐπῳδόςα) μάγος («ἐπῳδὸς καὶ γόης», Ευρ.)β) αυτός που μαγεύει, καταπραΰνει κάποιον ή κάτι («ἔθυσεν αὑτοῡ παῑδα ἐπῳδὸν Θρηικίων ἀημάτων» — θυσίασε την κόρη του για να κατασιγάσει τους βοριάδες, Αισχύλ.)γ) βοηθός, δάσκαλος, καθοδηγητής («ἐπῳδὸς γίγνεσθαι τοῑς νέοις πρὸς ἀρετήν», Πλάτ.)δ) γιατρός, θεραπευτής («νοσῶν ἀνὴρ νοσοῡντι ἐπῳδὸς ἐστι», Πλούτ.)6. (αρσ. πληθ. ή ουδ. πληθ.) οἱ ἐπῳδοί ή τὰ ἐπῳδάδίστιχα με βραχύτερο τον δεύτερο στίχο.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ῳδός (< αείδω* < *α-Fείδ-ω «ψάλλω»)βλ. και επωδή].
Dictionary of Greek. 2013.